ὑπωπιασμέναι

ὑπωπιασμέναι
ὑ̱πωπιασμέναι , ὑπωπιάζω
strike
perf part mp fem nom/voc pl
ὑ̱πωπιασμένᾱͅ , ὑπωπιάζω
strike
perf part mp fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπωπιάζω — Α [ὑπώπιον] 1. χτυπώ κάποιον στο πρόσωπο και, ιδίως, κάτω από τα μάτια, μαυρίζω σε κάποιον το μάτι 2. μτφ. α) βασανίζω β) δαμάζω («ἀλλ ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ», ΚΔ) 3. παθ. ὑπωπιάζομαι α) έχω μαυρισμένο μάτι β) μτφ. πλήττομαι σφόδρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”